Ένας χώρος που τα παιδιά παίζουν με την καρδιά τους. Εκφράζονται, ξεδιπλώνουν τον εαυτό τους και τη φαντασία τους. Μέσα από το παιχνίδι μοιράζονται, συνυπάρχουν και, ταυτόχρονα, καλλιεργούν την αυτονομία. Το κάθε παιδί μαθαίνει να λειτουργεί και να εντάσσεται στην ομάδα. Συνεργάζεται με τα άλλα παιδιά ενώ συγχρόνως εκφράζει τα συναισθήματά του και ξεδιπλώνει τις ικανότητές του. Είναι ο εαυτός του μέσα στην ομάδα.
Το παιχνίδι βοηθάει το παιδί να εμπιστευτεί τον εαυτό του. Γίνεται δημιουργικό, εξωτερικεύει ιδέες, συνδιαμορφώνει ιστορίες. Προτείνει λύσεις, δημιουργεί εικόνες, εκφράζει συναισθήματα, ταξιδεύει με όχημα τη φαντασία. Ανακαλύπτει στοιχεία του εαυτού του που δεν ήξερε, νιώθει τα βαθύτερα συναισθήματά του, βρίσκει μόνο του τη λύση σε δικές του δυσκολίες. Αρχίζει να γνωρίζει καλύτερα ποιος είναι. Χτίζεται η αποδοχή και η αγάπη για τον εαυτό του.
Επίσης, μέσα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε το παιδί έχει τη δυνατότητα να φροντίσει τα πιo δυσκολεμένα κομμάτια του. Νιώθει τον εαυτό του και τον φροντίζει. Αποδέχεται τα συναισθήματά του, τα αποφορτίζει και τα μετουσιώνει σε κάτι απελευθερωτικό δημιουργικό. Γίνεται δημιουργός της ζωής του.
Το Πετάω Ψηλά είναι μια μεγάλη αγκαλιά που δίνει χώρο στα παιδιά μέσα από το παιχνίδι να εκφράσουν και να εκφραστούν.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν δύο κοριτσάκια, η Πετάω και η Ψηλά.
Η μία είχε μαύρα μαλλιά, χόρευε, παρατηρούσε τους ανθρώπους και τα συναισθήματά τους, την συγκινούσαν τα χρώματα και την γοήτευε να πετάει. Η άλλη είχε καστανά μαλλιά, της άρεσε η μουσική, την ηρεμούσε η φύση, έφτιαχνε πράσινα σπίτια και ονειροπολούσε κοιτάζοντας ψηλά.
Στα δύο κορίτσια άρεσε πολύ το παιχνίδι. Όταν συναντιόντουσαν, παίζανε από την καρδιά τους. Σκαρφίζονταν σκανταλιές, ιστορίες και ένα σωρό άλλα πράγματα. Πολλές φορές έστηναν ένα ολόκληρο παραμύθι. Έδιναν στους ήρωες ζωή και έκφραζαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μέσα από το παιχνίδι.
Τα χρόνια πέρασαν και η Πετάω άρχισε να ταξιδεύει με αεροπλάνα και αερόστατα. Παρατηρούσε τα συναισθήματα, τις εκφράσεις και τις καρδιές των ανθρώπων. Πιο πολύ την συγκινούσαν όμως οι καρδιές των παιδιών.
Η Ψηλά πήγαινε στις κορφές των βουνών, παρατηρούσε τη φύση και τα ζώα. Σκεφτόταν πώς θα βοηθούσε τους ανθρώπους να «κοιτάξουν» ψηλά και να αισθανθούν ελεύθεροι. Πιο πολύ, όμως, ένιωθε τα παιδιά, που δεν κοίταζαν μόνο ψηλά, αλλά έβλεπαν το ψηλά μέσα από την καρδιά τους.
Έτσι μια μέρα, συναντήθηκε και πάλι η Πετάω με την Ψηλά και άρχισαν και πάλι να παίζουν. Έπαιζαν με την καρδιά τους, παρόλο που ήταν πια μεγάλες. Μαζί τους συμπαρέσυραν και τα παιδιά τα δικά τους και τα παιδιά που ήταν γύρω τους. Άρχισαν να παίζουν, να γελούν, να τραγουδούν, να χορεύουν, να αισθάνονται, να εκφράζονται.
Εκείνο το βράδυ, τα παιδιά είδαν τα πιο χαρούμενα και χρωματιστά όνειρα. Αλλά και η Πετάω και η Ψηλά ονειρεύτηκαν ότι έπαιζαν, ότι αισθάνονταν, ότι οι καρδιές τους ζωγράφιζαν.
Έτσι γεννήθηκε το Πετάω Ψηλά.